Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Tρεις του Σεπτέμβρη: Να ξεχνάς ή να μην ξεχνάς;

Πηγή RedNoteBook
Του Θανάση Τσακίρη  
Στη μνήμη της Δήμητρας Οικονόμου

Κώστας Ελευθερίου, Χρύσανθος Τάσσης, ΠΑΣΟΚ: Η άνοδος και η πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματος, Σαββάλας, σσ.: 229




 
Ήταν εκείνο το φθινόπωρο του 1974 που άνοιγα τα φτερά μου στον κόσμο της Πολιτικής. Παρ’ ότι μόλις είχα κλείσει τα 14 μου χρόνια η δίωξη που είχε υποστεί η οικογένειά μου επί δεκαετίες από το κράτος της δεξιάς και της ακροδεξιάς στρατιωτικής δικτατορίας είχε επηρεάσει τη βασική μου ιδεολογική κατάσταση: αριστερά. Η παρακολούθηση, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ελλάδα, του σύντομου αλλά καυτού πολιτικά καλοκαιριού, του Τύπου της ανανεωτικής αριστεράς (Θούριος, Αυγή) και του ευρύτερου χώρου του τότε ΚΚΕ (Νέα Ελλάδα, Ριζοσπάστης), με έκανε να γείρω  προς το ΚΚΕ εσωτερικού, μολονότι για ενάμισι χρόνο ήμουν μέλος της ΜΟΔΝΕ.
Δίπλα μας, όμως, έτρεχε με δαιμονισμένη ταχύτητα ένα «πράσινο άλογο», το οποίο θα σάρωνε όλα τα πολιτικά εμπόδια που όρθωνε το κράτος της νέας δεξιάς του αστικού εκσυγχρονισμού, και  θα έφτανε στο θρίαμβο μέσα σε μια επταετία.  Η αμήχανη αριστερά, κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική, ανανεωτική και δογματική, παρακολουθούσε άναυδη και ανίκανη να καταλάβει τι γινόταν. Από πού προέκυψε ένα κόμμα-κίνημα που θα της «έκλεβε» τα αιτήματα και τα συνθήματα, ενσωματώνοντάς τα στην περιβόητη  «Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη», και θα καθίστατο «κυρίαρχο κόμμα» στο ελληνικό κομματικό σύστημα;.[1] Γιατί η αριστερά έχανε το ένα ραντεβού με την Ιστορία μετά το άλλο και  ο κόσμος της προτιμούσε ένα «αρχηγικό» και «λαϊκιστικό» ΠΑΣΟΚ; [2]
Το ΠΑΣΟΚ, λοιπόν, βασίστηκε στην αδυναμία της αριστεράς και στην προτίμηση που του έδειξε ο λαϊκός – εργατικός κόσμος πιστεύοντας ότι θα επέλθει επιτέλους η «αλλαγή» και το γκρέμισμα του κράτους της δεξιάς μαζί με την αποκατάσταση των εισοδημάτων της μισθωτής εργασίας από τον στασιμο-πληθωρισμό και την μείωση της ανεργίας, που είχε αυξηθεί λόγω της πετρελαϊκής κρίσης. Αυτή η τελευταία, μαζί με την κακοδιαχείριση, επέφερε το κλείσιμο ολόκληρων βιομηχανικών εγκαταστάσεων, των «προβληματικών επιχειρήσεων». Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ έχοντας βάλει πλώρη για την κυβερνητική εξουσία αναδιατάσσει την οργάνωση και διαμορφώνει κατάλληλα τον πολιτικό λόγο του ώστε να εξελιχθεί σε πολυσυλλεκτικό κόμμα. Από το 1974 ως το 1981, το ΠΑΣΟΚ διέτρεξε τον ιστορικό πολιτικό χρόνο που τα κλασικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διάνυσαν σε περισσότερο από έναν αιώνα. Μετεξελίχθηκε από κόμμα στελεχών (1974) σε κόμμα μαζών και, βαίνοντας προς το θρίαμβο του 1981, σε πολυσυλλεκτικό, ενσωματώνοντας στις γραμμές του ανταγωνιστικά κοινωνικά συμφέροντα. [3]
Από το σημείο αυτό και πέρα το ΠΑΣΟΚ γίνεται το μαζικό «κόμμα του κράτους»[4] και οικοδομεί  το κομματικό σύστημα-καρτέλ.[5] Όλες αυτές οι μεταβολές δημιουργούσαν, όπως ήταν λογικό, διαφορετικές εσωτερικές «αντιπολιτεύσεις» αριστερής διαμαρτυρίας, που στις περισσότερες περιπτώσεις απομονώνονταν, εν ονόματι της προσμονής της κυβερνητικής αλλαγής και της διατήρησης της κυβέρνησης της αλλαγής. Κοινός ιδεολογικός παρονομαστής των διαφωνούντων ήταν η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη. Η μαζικότερη αμφισβήτηση ήταν η  δημιουργία της ΣΣΕΚ, καθώς επρόκειτο για σύγκρουση με αντικείμενο την ακολουθητέα κυβερνητική πολιτική το 1985: με την έναρξη της δεύτερης θητείας το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ είχε αρχίσει να υπηρετεί πλέον το κράτος και όχι την κοινωνία. 
Η ρήξη του ΠΑΣΟΚ με την κοινωνική του βάση δεν ήταν ευθύγραμμη. Οι γενιές των μελών και οπαδών του ΠΑΣΟΚ που προσδοκούσαν «τις καλύτερες μέρες» (σύνθημα του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1985) δεν έλκονταν από την αναποτελεσματικότητα της διασπασμένης αριστεράς και την απειλητική επανεμφάνιση της μητσοτακικής ΝΔ που δήλωνε ανοιχτά ότι θα επιβάλει νεοφιλελεύθερη πολιτική ακυρώνοντας τις όποιες κοινωνικές κατακτήσεις της περιόδου 1981-1985. Γι’ αυτό και το ΠΑΣΟΚ, παρά το λεγόμενο «βρώμικο ’89», κατάφερε να αντέξει στις τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και να επανέλθει θριαμβευτικά στις εκλογές του 1993 μετά από τις σκληρές κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, ειδικά του τελευταίου έτους προτού καταρρεύσει η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της ΝΔ. Όμως, η επάνοδος στην κυβερνητική θητεία δεν είχε τον ίδιο χαρακτήρα σε σχέση με το 1981. Η ανάγκη της προσαρμογής της οικονομίας στη βάση της πολιτικής της Συμφωνίας του Μάαστριχτ οδηγούσε σε οδυνηρές μεταλλάξεις της πολιτικής φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ που θα εμπεδώνονταν μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας και της προεδρίας του κόμματος από τον «εκσυγχρονιστή» Κ. Σημίτη με τη βοήθεια του των τεχνοκρατικών στελεχών και την κρίσιμη υποστήριξή του από το συνδικαλιστικό σύμπαν του ΠΑΣΟΚ (συνέβαλε και με την άνοδο μελών του σε κυβερνητικά αξιώματα). Όμως, οι ταξικές κοινωνικές συγκρούσεις που ακολούθησαν, ειδικά μετά το 2000 (π.χ. γενικές απεργίες για το Ασφαλιστικό), έδειξαν καθαρά ότι το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα του κράτους ήταν πια πολύ μακριά από την κοινωνία και τις διαθέσεις της. Η ήττα του 2003 επισημοποίησε αυτή την ρήξη. Η απόπειρα του Γ. Παπανδρέου να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, προσπαθώντας να συμβολίσει τη σύζευξη του παλιού (ΠΑΣΟΚ της δεκαετία του ’80) με το νέο («συμμετοχική δημοκρατία»), οδηγήθηκε εκ των πραγμάτων σε αδιέξοδα που οδήγησαν στη νέα ήττα. Η εμφάνιση του Ε. Βενιζέλου το βράδυ της εκλογικής ήττας του 2007 έδειξαν ότι ετοιμαζόταν εφεδρική κατάσταση που θα χρησίμευε στο κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας, καθώς τα σημάδια της επερχόμενης οικονομικής κρίσης ήταν ορατά και η Νέα Δημοκρατία θα έχανε «πανηγυρικά» την κυβερνητική εξουσία έχοντας στην πλάτη της την πρώτη μαζική εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008.
Το 2009, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ, το κατ’ εξοχήν «κόμμα-καρτέλ» του ελληνικού κομματικού συστήματος [6], παραλαμβάνει την κυβέρνηση και την «καυτή πατάτα». Εξαντλεί ωστόσο πολύ γρήγορα τα αποθέματα πολιτικής και κοινωνικής δύναμης που διαθέτει από χρόνια, ως πολιτικός Ιανός, τόσο λόγω της πρόσδεσής του στο κράτος όσο και της διαρκούς ανανέωσής της στήριξής του από τις ανερχόμενες κοινωνικές ταξικές μερίδες, αλλά και από ευρέα εργατικά-λαϊκά στρώματα που το χρησιμοποιούσαν ως «αποκούμπι» κόντρα στις ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η επιτάχυνση του πολιτικού χρόνου μεταξύ της υπογραφής του πρώτου μνημονίου και της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου 2011 ήταν μοιραία για το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, οδηγώντας το σε σπασμωδικές αντιδράσεις (βλ. χειρισμός της ιδέας για δημοψήφισμα) απέναντι στην ολοένα και εντεινόμενη αγανάκτηση του ίδιου του κόσμου που δεχόταν τη μία νεοφιλελεύθερη πολιτική επίθεση μετά την άλλη από τα πολιτικά κέντρα της τρόικας και της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ. Η 28η Οκτωβρίου βιώθηκε ως Βατερλό του ΠΑΣΟΚ, όταν οι επίσημες αρχές εξαφανίστηκαν από προσώπου γης καθώς οι εξεγερμένοι πολίτες πήραν τις παρελάσεις στα χέρια τους. Γράφτηκαν και ορισμένες υπερβολές, όπως αυτή περί Βαστίλης του 2011. Σημασία έχει πως το «σύστημα» θορυβήθηκε και οι βασικοί του εκφραστές αποφάσισαν να πάρουν κι αυτοί την τύχη του στα χέρια τους, επιβάλλοντας στον Γ. Παπανδρέου να φύγει ταπεινωμένος από την κυβέρνηση και να μην μπορεί να ελέγξει ούτε τη διαδοχή του στην πρωθυπουργία. Ακόμη και η «θεσμική» λύση με τον Φ. Πετσάλνικο «αποτεφρώθηκε» άρον-άρον. Ο εκλεκτός του συστήματος ήταν ο Λ. Παπαδήμος, που επιβλήθηκε ως «μεταβατική» κατάσταση σε ένα νέο πολιτικό τοπίο.
Από εκεί και πέρα, και με τον Ε. Βενιζέλο στην προεδρία του, άρχισε η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο ως «κόμμα καρτέλ», αλλά και ως «αποκούμπι». Προσωρινά παίζει το ρόλο του «κόμματος-μπαλαντέρ», ή καλύτερα του «κόμματος εκβιαστή» (κατά την έκφραση του Giovanni Sartori [7] έχει τη «δυνατότητα εκβιασμού»), για να παίζει σημαντικό παιχνίδι εξουσίας μολονότι δεν έχει πια την δύναμη των μαζών με το μέρος του.  Ίσως είναι νωρίς να θεωρούμε εντελώς «τελειωμένο» το ΠΑΣΟΚ. Σε κάθε περίπτωση, όλα θα εξαρτηθούν από τα αποτελέσματα των εκλογικών ρυθμίσεων, τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ και της υπόλοιπης αριστεράς, τις ανάγκες και τις στρατηγικές των κυρίαρχων μερίδων της άρχουσας τάξης, αλλά και από τις μνήμες και τις διαθέσεις των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων που πλήττονται βάναυσα και μαζικά από την οικονομική κρίση, τις πολιτικές των μνημονίων και της τρόικας, εσωτερικής και εξωτερικής.
Αυτή η τελευταία παράγραφος συμβολίζεται με το ερωτηματικό που έβαλαν οι Ελευθερίου και Τάσσης στον τίτλο του βιβλίου τους, το οποίο σας προτείνω ανεπιφύλαχτα. Οι συγγραφείς ασχολούνται πρώτα-πρώτα με την οργάνωση του ΠΑΣΟΚ από την ίδρυσή του ως την σημερινή του καχεξία. Καταλαβαίνω πως θα ξενίσει όσους/ες τους βρίσκουν βαρετή την ενασχόληση με τα οργανωτικά - που σημαίνει καταστατικά, νομικισμός φορμαλισμός και όλα τα ταπεινά καθήκοντα της έρευνας αυτής. Σκεφτείτε, όμως, τις μάχες που δίνονται για την παραμικρή διατύπωση μιας υποπαραγράφου αλλά και για μείζονος σημασίας διακυβεύματα, όπως οι συνιστώσες ή οι τάσεις. Δεν είναι συναρπαστικές; Ή θυμηθείτε τη σύγκρουση με αντικείμενο τους φίλους και τα μέλη, που στο ΠΑΣΟΚ διαρκεί ήδη από το 1990, όπως μας θυμίζουν οι συγγραφείς. Δεύτερον, μας δίνουν, έστω και πιο «μαζεμένα», τις κάθε φορά μεταλλαγές των πολιτικών που άσκησε το ΠΑΣΟΚ είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση και το πολιτικό-κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της κάθε εποχής. Τρίτον, δεν είναι ένα δοκίμιο που κλείνεται στα εγχώρια δεδομένα, καθώς εντάσσει την άνοδο και κάθοδο της δύναμης και της επιρροής του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή το πλάτος και βάθος της κοινωνικής κινητοποίησης που επιτύγχανε, στο πλαίσια του γενικότερου ευρωπαϊκού γίγνεσθαι και των εξελίξεων της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας. 
Κάπου εδώ πρέπει να σταματήσω και να δώσω το λόγο στους συγγραφείς και το διάλογο που θα πρέπει να κάνετε με το κείμενο (και με τους συγγραφείς), γιατί η υπόθεση δεν αφορά απλώς ένα κόμμα, αλλά γιατί η ιστορία ενός (μαζικού) κόμματος είναι η ιστορία του έθνους  από μια συγκεκριμένη σκοπιά. Στο πρόσφατο ήμισυ του αιώνα την έγραψε το ΠΑΣΟΚ και οι «συνιστώσες» του. Ανήκει σ’ εμάς να γράψουμε την ιστορία του άμεσου και, γιατί όχι, του μακρινού μέλλοντος. Κι όπως γράφει ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης στον πρόλογο του βιβλίου, (πρόκειται) «ένα εγχειρίδιο-οδηγό ώστε να αποφευχθούν λάθη και παραλείψεις από τους πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς και θεσμούς που φιλοδοξούν να μετασχηματίσουν την κρίση σε ευκαιρία ...για την αρχή μιας νέας Μεταπολίτευσης...».
[1] Blondel, J. (1990), “Types of Party Systems” στο Peter Mair (ed.)The West European Party System Oxford, UK: Oxford University Press, σελ. 302-310
[2] Ελεφάντης, Α. (1991), Στον αστερισμό του λαϊκισμού, Αθήνα: Εκδ. Ο Πολίτης
[3] Βλ. Ντυβερζέ, Μ. (1985), Εισαγωγή στην Πολιτική, Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση καθώς και  Kirchheimer, Ο. (1991) «Ο μετασχηματισμός των κομματικών συστημάτων στην Δυτική Ευρώπη», Λεβιάθαν, Τχ. 11.
[4] Βερναρδάκης, Χ. (2011), Πολιτικά Κόμματα, Εκλογές και Κομματικό σύστημα – Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδ. Σάκκουλας
[5] Σπουρδαλάκης, Μ. (1998), «Από το “Κίνημα Διαμαρτυρίας” στο “Νέο ΠΑΣΟΚ”», στο Μ.Σπουρδαλάκης (επιμ.), ΠΑΣΟΚ: Κόμμα-Κράτος-Κοινωνία, Αθήνα: Εκδ. Πατάκης
[6] Katz,R..S and Mair, Μ. (1995), «Changing Models of Party Organization and Party Democracy: the emergence of the cartel party»,Party Politics, vol. 1, No. 1, σελ. 5-31.
[7][1] Sartori, G. (1976), Parties and Party Systems: A Framework for Analysis, Cambridge: Cambridge University Press

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου